- χαϊδανασταίνω
- Νανατρέφω με χάδια, με μεγάλη στοργή και τρυφερότητα.[ΕΤΥΜΟΛ. < χάιδι / χάδι + ανασταίνω «ανατρέφω»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
χαϊδανασταίνω — ανατρέφω με χάδια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)